τριήραρχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τριήραρχος | οι | τριήραρχοι |
γενική | του | τριήραρχου & τριηράρχου |
των | τριήραρχων & τριηράρχων |
αιτιατική | τον | τριήραρχο | τους | τριήραρχους & τριηράρχους |
κλητική | τριήραρχε | τριήραρχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριήραρχος < αρχαία ελληνική τριήραρχος
Ουσιαστικό επεξεργασία
τριήραρχος αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) ο κυβερνήτης μιας τριήρους
- (ιστορία) Αθηναίος πολίτης που ως λειτουργία αναλάμβανε τον εξοπλισμό και τη συντήρηση μιας τριήρους
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριήραρχος
|