Δείτε επίσης: αρχή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀρχή αἱ ἀρχαί
      γενική τῆς ἀρχῆς τῶν ἀρχῶν
      δοτική τῇ ἀρχ ταῖς ἀρχαῖς
    αιτιατική τὴν ἀρχήν τὰς ἀρχᾱ́ς
     κλητική ! ἀρχή ἀρχαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρχᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἀρχαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀρχή < ἄρχ(ω) +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ἀρχή, -ῆς θηλυκό
  1. εξουσία, κράτος, ανώτερη διοικητική θέση, υπούργημα
    ⮡  ἀρχή ἄνδρα δείξει (η εξουσία δείχνει την ποιότητα του άνδρα)
  2. απαρχή
    εἴρηται, τὸ μὴ ἅμα ἀρχῇ πᾶν τέλος καταφαίνεσθαι (λένε πως η αρχή δεν αποκαλύπτει το τέλος ενός πράγματος) (Χρειάζεται επεξεργασία)
  3. πρωταρχικό στοιχείο της φιλοσοφίας
    ⮡  Ἡράκλειτος τὴν ἀρχήν εἶναί φησι ψυχήν
    ※  2ος κε αιώνας Ἀρριανός, Ἐπικτήτου Διατριβαί, 1, αναφερόμενος στον Αντισθένη
    Ἀντισθένης δ' οὐ λέγει; καὶ τίς ἐστιν ὁ γεγραφὼς ὅτι "'ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις";
  4. αφορμή, αιτία
    αὗται δὲ αἱ νέες ἀρχὴ κακῶν ἐγένοντο Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροισι
  5. πρώτα από όλα, κυρίως, κατ' αρχήν, πρωτίστως
    ⮡  ἀρχήν γὰρ ἐγὼ μηχανήσομαι... - πρωτίστως εγώ θα βρω τρόπο να...
    ⮡  ἐξ ἀρχῆς και κατ᾽ ἀρχάς (επιρρηματικά)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία