ἀρχή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀρχή | αἱ | ἀρχαί |
γενική | τῆς | ἀρχῆς | τῶν | ἀρχῶν |
δοτική | τῇ | ἀρχῇ | ταῖς | ἀρχαῖς |
αιτιατική | τὴν | ἀρχήν | τὰς | ἀρχᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἀρχή | ἀρχαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρχᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρχαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- ἀρχή, -ῆς θηλυκό
- εξουσία, κράτος, ανώτερη διοικητική θέση, υπούργημα
- ⮡ ἀρχή ἄνδρα δείξει (η εξουσία δείχνει την ποιότητα του άνδρα)
- απαρχή
- εἴρηται, τὸ μὴ ἅμα ἀρχῇ πᾶν τέλος καταφαίνεσθαι (λένε πως η αρχή δεν αποκαλύπτει το τέλος ενός πράγματος) (Χρειάζεται επεξεργασία)
- πρωταρχικό στοιχείο της φιλοσοφίας
- αφορμή, αιτία
- αὗται δὲ αἱ νέες ἀρχὴ κακῶν ἐγένοντο Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροισι
- πρώτα από όλα, κυρίως, κατ' αρχήν, πρωτίστως
- ⮡ ἀρχήν γὰρ ἐγὼ μηχανήσομαι... - πρωτίστως εγώ θα βρω τρόπο να...
- ⮡ ἐξ ἀρχῆς και κατ᾽ ἀρχάς (επιρρηματικά)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- δωρικός & βοιωτικός τύπος : ἀρχά
- λεσβιακός τύπος: ἄρχα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἄρχω
Πηγές
επεξεργασία- ἀρχή - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀρχή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρχή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.