ἀρχά
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀρχά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀρχά, -ᾶς θηλυκό
- βοιωτικός και δωρικός τύπος του ἀρχή
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Αλκμάν, Απόσπασμα 125
- πῆρά τοι μαθήσιος ἀρχά.
- Η δοκιμή είναι η αρχή της μάθησης.
- Μετάφραση: Ι.Ν. Καζάζης. @greek-language.gr
- πῆρά τοι μαθήσιος ἀρχά.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Αλκμάν, Απόσπασμα 125
Πηγές
επεξεργασία- ἀρχά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.