amiral
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amiral | amiraux |
θηλυκό | amirale | amirales |
amiral (fr) αρσενικό
- ο ναύαρχος
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amiral | amiraux |
θηλυκό | amirale | amirales |
amiral (fr)
- vaisseau amiral : η ναυαρχίδα