παμμέγιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παμμέγιστος < (παν) παμ- + μέγιστος [1] και (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παμμέγιστος
Επίθετο επεξεργασία
παμμέγιστος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) πολύ μεγάλος, τεράστιος
- (μεταφορικά) πολύ σπουδαίος
Μεταφράσεις επεξεργασία
παμμέγιστος
|
επεξεργασία
- ↑ παμμέγιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παμμέγιστος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή παμμέγιστος, (πᾶν) παμ- + μέγιστος
Επίθετο επεξεργασία
παμμέγιστος (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) πάρα πολύ μεγάλος
- (μεταφορικά)
- (για άνθρωπο) επιφανής, πολύ σπουδαίος
- (για ναό επιβλητικός, μεγάλος σε διαστάσεις, μεγαλόπρεπος
- (για θαύμα) πολύ σπουδαίπ
Πηγές επεξεργασία
- παμμέγιστος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παμμέγιστος, -η, -ον
- (ελληνιστική κοινή) ελληνιστικός υπερθετικός βαθμός για την αρχαία ελληνική παμμέγας
Πηγές επεξεργασία
- παμμέγας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.