Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ταξιαρχιώτισσα οι Ταξιαρχιώτισσες
      γενική της Ταξιαρχιώτισσας των Ταξιαρχιωτισσών
    αιτιατική την Ταξιαρχιώτισσα τις Ταξιαρχιώτισσες
     κλητική Ταξιαρχιώτισσα Ταξιαρχιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ταξιαρχιώτισσα < Ταξιαρχιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ta.ksi.aɾˈço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τα‐ξι‐αρ‐χιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ταξιαρχιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ταξιαρχιώτης