Δείτε επίσης: αρχάγγελος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αρχάγγελος οι Αρχάγγελοι
      γενική του Αρχάγγελου
Αρχαγγέλου
των Αρχάγγελων
Αρχαγγέλων
    αιτιατική τον Αρχάγγελο τους Αρχάγγελους
Αρχαγγέλους
     κλητική Αρχάγγελε Αρχάγγελοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αρχάγγελος < αρχάγγελος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αρχάγγελος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. γνωστό λιμάνι και περιφέρεια της Ρωσίας στην Ευρώπη, στον αρκτικό κύκλο
  3. (θρησκεία) → δείτε τη λέξη αρχάγγελος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία