πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοφθόρος η ψυχοφθόρος
& ψυχοφθόρα
το ψυχοφθόρο
      γενική του ψυχοφθόρου της ψυχοφθόρου
& ψυχοφθόρας
του ψυχοφθόρου
    αιτιατική τον ψυχοφθόρο την ψυχοφθόρο
& ψυχοφθόρα
το ψυχοφθόρο
     κλητική ψυχοφθόρε ψυχοφθόρε
& ψυχοφθόρα
ψυχοφθόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοφθόροι οι ψυχοφθόροι
& ψυχοφθόρες
τα ψυχοφθόρα
      γενική των ψυχοφθόρων των ψυχοφθόρων των ψυχοφθόρων
    αιτιατική τους ψυχοφθόρους τις ψυχοφθόρους
& ψυχοφθόρες
τα ψυχοφθόρα
     κλητική ψυχοφθόροι ψυχοφθόροι
& ψυχοφθόρες
ψυχοφθόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ψυχοφθόρος, -ος/α, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ψυχοφθόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ψυχοφθόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ψυχοφθόρος τὸ ψυχοφθόρον
      γενική τοῦ/τῆς ψυχοφθόρου τοῦ ψυχοφθόρου
      δοτική τῷ/τῇ ψυχοφθόρ τῷ ψυχοφθόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ψυχοφθόρον τὸ ψυχοφθόρον
     κλητική ! ψυχοφθόρε ψυχοφθόρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ψυχοφθόροι τὰ ψυχοφθόρ
      γενική τῶν ψυχοφθόρων τῶν ψυχοφθόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ψυχοφθόροις τοῖς ψυχοφθόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ψυχοφθόρους τὰ ψυχοφθόρ
     κλητική ! ψυχοφθόροι ψυχοφθόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ψυχοφθόρω τὼ ψυχοφθόρω
      γεν-δοτ τοῖν ψυχοφθόροιν τοῖν ψυχοφθόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ψῡχοφθόρος, -ος, -ον