ψυχοφθόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ψυχοφθόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψυχοφθόρος.[1][2] Συγχρονικά αναλύεται σε ψυχο- + αρχαία ελληνική -φθόρος (φθορ(ά) + -ος)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psi.xoˈfθo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χο‐φθό‐ρος
Επίθετο
επεξεργασία
ψυχοφθόρος, -ος/α, -ο
- (λόγιο) οτιδήποτε κάμπτει το ηθικό, καταπονεί ψυχικά το άτομο, μειώνει τις ψυχικές αντοχές του
- ※ Για την ψυχοφθόρο διαδικασία των πέναλτι έχουν χυθεί τόνοι μελανιού, όπως επίσης για το αν και κατά πόσο είναι δίκαιη διαδικασία.
- Γιώτης Παναγιωτάς, Euro: H Ισπανία για τον τρίτο συνεχόμενο τίτλο της, εφημερίδα Το Βήμα, 28.06.2012
- ※ Για την ψυχοφθόρο διαδικασία των πέναλτι έχουν χυθεί τόνοι μελανιού, όπως επίσης για το αν και κατά πόσο είναι δίκαιη διαδικασία.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ψυχοφθόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ψυχοφθόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ψυχοφθόρος < αρχαία ελληνική ψυχο- (< ψυχή) + -φθόρος (φθείρω)
Επίθετο
επεξεργασία
ψῡχοφθόρος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) αυτός που φθείρει ψυχές, ανθρώπινες ζωές
Πηγές
επεξεργασία
- ψυχοφθόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.