↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοφθόρος η ψυχοφθόρα το ψυχοφθόρο
      γενική του ψυχοφθόρου της ψυχοφθόρας του ψυχοφθόρου
    αιτιατική τον ψυχοφθόρο την ψυχοφθόρα το ψυχοφθόρο
     κλητική ψυχοφθόρε ψυχοφθόρα ψυχοφθόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοφθόροι οι ψυχοφθόρες τα ψυχοφθόρα
      γενική των ψυχοφθόρων των ψυχοφθόρων των ψυχοφθόρων
    αιτιατική τους ψυχοφθόρους τις ψυχοφθόρες τα ψυχοφθόρα
     κλητική ψυχοφθόροι ψυχοφθόρες ψυχοφθόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχοφθόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψυχοφθόρος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ψυχο- + αρχαία ελληνική -φθόρος (φθορ(ά) + -ος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /psi.xoˈfθo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυ‐χο‐φθό‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

ψυχοφθόρος, -α, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ψυχοφθόρος τὸ ψυχοφθόρον
      γενική τοῦ/τῆς ψυχοφθόρου τοῦ ψυχοφθόρου
      δοτική τῷ/τῇ ψυχοφθόρ τῷ ψυχοφθόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ψυχοφθόρον τὸ ψυχοφθόρον
     κλητική ! ψυχοφθόρε ψυχοφθόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ψυχοφθόροι τὰ ψυχοφθόρ
      γενική τῶν ψυχοφθόρων τῶν ψυχοφθόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ψυχοφθόροις τοῖς ψυχοφθόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ψυχοφθόρους τὰ ψυχοφθόρ
     κλητική ! ψυχοφθόροι ψυχοφθόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ψυχοφθόρω τὼ ψυχοφθόρω
      γεν-δοτ τοῖν ψυχοφθόροιν τοῖν ψυχοφθόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχοφθόρος < αρχαία ελληνική ψυχο- (< ψυχή) + -φθόρος (φθείρω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ψῡχοφθόρος, -ος, -ον