ψυχοφθόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχοφθόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψυχοφθόρος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ψυχο- + αρχαία ελληνική -φθόρος (φθορ(ά) + -ος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psi.xoˈfθo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χο‐φθό‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαψυχοφθόρος, -α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυχοφθόρος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ψυχοφθόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχοφθόρος < αρχαία ελληνική ψυχο- (< ψυχή) + -φθόρος (φθείρω)
Επίθετο
επεξεργασίαψῡχοφθόρος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) αυτός που φθείρει ψυχές, ανθρώπινες ζωές
Πηγές
επεξεργασία- ψυχοφθόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.