πέναλτι
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πέναλτι < αγγλική penalty < γαλλική pénalité < pénal + -ité < λατινική poenalis < poena < αρχαία ελληνική ποινή (αντιδάνειο) < πρωτοελληνική *kʷoinā́ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷoynéh₂ < *kʷey- (πληρώνω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πέναλτι ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) βαρύ λάθος που γίνεται από έναν ποδοσφαιριστή, ενώ η μπάλα βρίσκεται στη μεγάλη περιοχή της ομάδας του
- (αθλητισμός) λάκτισμα που εκτελείται από έναν παίκτη της αντίπαλης ομάδας απέναντι στον αμυνόμενο τερματοφύλακα μετά από φάουλ στη μεγάλη περιοχή
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- πέναλτι στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ποινή
λάκτισμα