ποδοσφαιριστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποδοσφαιριστής < (καθαρεύουσα) ποδόσφαιρ(ον) > ποδόσφαιρ(ο) + -ιστής [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.ðo.sfe.ɾiˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐δο‐σφαι‐ρι‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποδοσφαιριστής αρσενικό (θηλυκό ποδοσφαιρίστρια)
- (επάγγελμα) αθλητής του ποδοσφαίρου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποδοσφαιριστής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ποδοσφαιριστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας