πεναλτάκιας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πεναλτάκιας | οι | πεναλτάκηδες |
γενική | του | πεναλτάκια | των | πεναλτάκηδων |
αιτιατική | τον | πεναλτάκια | τους | πεναλτάκηδες |
κλητική | πεναλτάκια | πεναλτάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπεναλτάκιας αρσενικό
- (αργκό) τερματοφύλακας που αποκρούει συχνά πέναλτι
- (αργκό) παίκτης που αναλαμβάνει συχνά να εκτελέσει πέναλτι (με επιτυχημένο τρόπο)
- (αργκό) κάποιος που έχει ευκαιριακές ερωτικές σχέσεις σε φθηνά ξενοδοχεία ημιδιαμονής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πεναλτάκιας
|