↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεναλτάκιας οι πεναλτάκηδες
      γενική του πεναλτάκια των πεναλτάκηδων
    αιτιατική τον πεναλτάκια τους πεναλτάκηδες
     κλητική πεναλτάκια πεναλτάκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεναλτάκιας < πέναλτ(ι) + -άκιας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεναλτάκιας αρσενικό

  1. (αργκό) τερματοφύλακας που αποκρούει συχνά πέναλτι
  2. (αργκό) παίκτης που αναλαμβάνει συχνά να εκτελέσει πέναλτι (με επιτυχημένο τρόπο)
  3. (αργκό) κάποιος που έχει ευκαιριακές ερωτικές σχέσεις σε φθηνά ξενοδοχεία ημιδιαμονής

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία