Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φθηνά < φθηνός +

  Επίρρημα επεξεργασία

φθηνά

  • άλλη μορφή του φτηνά, με φτηνό τρόπο, όχι δαπανηρά, χωρίς να μας στοιχίσει κάτι πάρα πολύ, είτε κυριολεκτικά σε χρήμα, είτε μεταφορικά
    φθηνά τη γλιτώσαμε

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φθηνά