penalty
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- penalty < (άμεσο δάνειο) αγγλική penalty < pénalité (αντιδάνειο) < pénal + -ité < λατινική poenalis < poena < αρχαία ελληνική ποινή < πρωτοελληνική *kʷoinā́ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷoynéh₂ < *kʷey- (πληρώνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
penalty | penaltys |
penalty (fr) αρσενικό
- (αθλητισμός) το πέναλτι