ψυχοβόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαψυχοβόρος, -α, -ο
- που σου «τρώει» την ψυχή, τη φθείρει
- Η Κλερ αποτελεί την πιο σύνθετη μορφή του μυθιστορήματος, έτσι όπως μετεωρίζεται ανάμεσα στο ψυχοβόρο πένθος και την οργή που είναι έτοιμη να αδικήσει. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψυχοφθόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψυχοβόρος
|