gruelling
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | gruelling |
συγκριτικός | more gruelling |
υπερθετικός | most gruelling |
Επίθετο
επεξεργασίαgruelling (en)
- (βρετανική γραφή) εξουθενωτικός, κοπιαστικός, που είναι πολύ δύσκολο και κουράζει κάποιον πολύ· που θέλει μεγάλη προσπάθεια για πολύ καιρό
- ⮡ a gruelling race - εξουθενωτική κούρσα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις burdensome και fatiguing