παραθετικά
θετικός burdensome
συγκριτικός more burdensome
υπερθετικός most burdensome

Ετυμολογία

επεξεργασία
burdensome < burden + -some

burdensome (en)

  • επαχθής, μπελαλίδικος, που προκαλεί ανησυχία, δυσκολία ή σκληρή δουλειά
      a burdensome responsibility - επαχθής ευθύνη
      a burdensome task - μπελαλίδικη δουλειά

Συνώνυμα

επεξεργασία