Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξουθενωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξουθενωτικ
ός
η
εξουθενωτικ
ή
το
εξουθενωτικ
ό
γενική
του
εξουθενωτικ
ού
της
εξουθενωτικ
ής
του
εξουθενωτικ
ού
αιτιατική
τον
εξουθενωτικ
ό
την
εξουθενωτικ
ή
το
εξουθενωτικ
ό
κλητική
εξουθενωτικ
έ
εξουθενωτικ
ή
εξουθενωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξουθενωτικ
οί
οι
εξουθενωτικ
ές
τα
εξουθενωτικ
ά
γενική
των
εξουθενωτικ
ών
των
εξουθενωτικ
ών
των
εξουθενωτικ
ών
αιτιατική
τους
εξουθενωτικ
ούς
τις
εξουθενωτικ
ές
τα
εξουθενωτικ
ά
κλητική
εξουθενωτικ
οί
εξουθενωτικ
ές
εξουθενωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξουθενωτικός
<
εξουθενώ(νω)
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
εξουθενωτικός, -ή, -ό
που
εξουθενώνει
, που
εξαντλεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
εξαντλητικός
κουραστικός
Συγγενικά
επεξεργασία
εξουθενώνω
εξουθένωση
εξουθενωτικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξουθενωτικός
αγγλικά
:
exhausting
(en)
γαλλικά
:
éreintant
(fr)