Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχοσύνθεση οι ψυχοσυνθέσεις
      γενική της ψυχοσύνθεσης* των ψυχοσυνθέσεων
    αιτιατική την ψυχοσύνθεση τις ψυχοσυνθέσεις
     κλητική ψυχοσύνθεση ψυχοσυνθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψυχοσυνθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοσύνθεση < (λόγιο) ψυχο- + σύνθε(σις) + -ση[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psi.xoˈsin.θe.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψυχοσύνθεση θηλυκό

  • η σύνθεση των συναισθηματικών και νοητικών ιδιοτήτων ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία