ψυχομάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψυχομάνα | οι | ψυχομάνες |
γενική | της | ψυχομάνας | — | |
αιτιατική | την | ψυχομάνα | τις | ψυχομάνες |
κλητική | ψυχομάνα | ψυχομάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψυχομάνα θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασία- (μητριά)