Ετυμολογία

επεξεργασία
mère < λατινική mater

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɛʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mère mères

mère (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία