mater
Βοσνιακά (bs)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
mater (bs)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
mater (fr)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΣυντομομορφήΕπεξεργασία
mater (fr) θηλυκό
- → δείτε τη λέξη maternelle
Λατινικά (la)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mater | matrēs |
γενική | matris | matrum |
δοτική | matrī | matribus |
αιτιατική | matrem | matrēs |
κλητική | mater | matrēs |
αφαιρετική | matre | matribus |