Δείτε επίσης: mater

Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Mater→ δείτε τη λέξη mater

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Mater θηλυκό

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική Mater
-
γενική Matris
-
δοτική Matrī
-
αιτιατική Matrem
-
κλητική Mater
-
αφαιρετική Matre
-
(γ' κλίση)



Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Mater < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Mater αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]