Mater
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Mater→ δείτε τη λέξη mater
Κύριο όνομα
επεξεργασίαMater θηλυκό
- (εκκλησιαστικά λατινικά) η μητέρα του Χριστού, η Παναγία
- ※ Stabat Mater dolorosa / iuxta Crucem lacrimosa, / dum pendebat Filius.
- (Jacopone da Todi, Stabat Mater)
- ※ Stabat Mater dolorosa / iuxta Crucem lacrimosa, / dum pendebat Filius.
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Mater | |
γενική | Matris | |
δοτική | Matrī | |
αιτιατική | Matrem | |
κλητική | Mater | |
αφαιρετική | Matre | |
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Mater < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαMater αρσενικό ή θηλυκό