πνέω τα λοίσθια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πνέω τα λοίσθια < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πνέω τά λοίσθια < ελληνιστική κοινή (ἀνα)πνέω τά λοίσθια < αρχαία ελληνική πνέω + λοίσθιος
Προφορά
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαπνέω τα λοίσθια
- (αρχαιοπρεπές) είμαι στα τελευταία μου, είμαι ετοιμοθάνατος, ψυχορραγώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία πνέω τα λοίσθια