ἀναπνέω τά λοίσθια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀναπνέω τά λοίσθια < αρχαία ελληνική πνέω + λοίσθιος
Έκφραση
επεξεργασίαἀναπνέω τά λοίσθια
- (ελληνιστική κοινή) πνέω τα λοίσθια
- ※ λοίσθια δ' ἥρως / θυμὸν ἀναπνείων, χερσὶν μέλαν ἀμφοτέρῃσιν / αἷμα κατ' ὠτειλὴν ὑποΐσχετο, τῆς δὲ καλύπτρην / ἀργυφέην καὶ πέπλον ἀλευομένης ἐρύθηνεν. (Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά, 4, 471–474)