Δείτε επίσης: πνέω τα λοίσθια

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πνέω τὰ λοίσθια < ελληνιστική κοινή (ἀνα)πνέω τὰ λοίσθια < αρχαία ελληνική πνέω + λοίσθιος

  Έκφραση

επεξεργασία

πνέω τὰ λοίσθια



  Ετυμολογία

επεξεργασία
πνέω τὰ λοίσθια < αρχαία ελληνική πνέω, τά & λοίσθιος στον πληθυντικό του ουδέτερου

  Έκφραση

επεξεργασία

πνέω τὰ λοίσθια

Άλλες μορφές

επεξεργασία