Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχορραγώ < αρχαία ελληνική ψυχορραγέω / ψυχορραγῶ < ψυχή + ῥήγνυμι

  Ρήμα επεξεργασία

ψυχορραγώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία