Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /su.piʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
soupir soupirs

soupir (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη soupirer