ψυχομάχημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχομάχημα < ψυχομαχώ + -μα < (ελληνιστική κοινή) ψυχομαχέω / ψυχομαχῶ < αρχαία ελληνική ψυχή + μάχη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψυχομάχημα ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυχομάχημα
|