αγγελοκρούομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.loˈkɾu.o.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γε‐λο‐κρού‐ο‐μαι
- ομόηχο: αγγελοκρούομε
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αγγελοκρούομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αγγελοκρούω
- ※ -Ήρθα να σ'αφήσω το Βάρδα. Τι κάνει το Ολγάκι; -Αγγελοκρούεται όξω στο τσαΐρι. Σωθήκαν οι μέρες του (Μενέλαος Λουντέμης, αγέλαστη άνοιξη, 1971, σελ. 513 στην έκδοση Πατάκη, 2018)