Ετυμολογία

επεξεργασία
σκιάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος σκιάζω

σκιάζομαι, πρτ.: σκιαζόμουν, στ.μέλλ.: θα σκιαστώ, αόρ.: σκιάστηκα

  1. σκεπάζομαι από μια σκιά

σκιάζομαι, πρτ.: σκιαζόμουν, στ.μέλλ.: θα σκιαχτώ, αόρ.: σκιάχτηκα

  1. (λαϊκότροπο) φοβάμαι
    Σκιάζομαι μην την αβασκάνεις. (Αγέλαστη Άνοιξη Μενέλαου Λουντέμη)