↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκιασμένος η σκιασμένη το σκιασμένο
      γενική του σκιασμένου της σκιασμένης του σκιασμένου
    αιτιατική τον σκιασμένο τη σκιασμένη το σκιασμένο
     κλητική σκιασμένε σκιασμένη σκιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκιασμένοι οι σκιασμένες τα σκιασμένα
      γενική των σκιασμένων των σκιασμένων των σκιασμένων
    αιτιατική τους σκιασμένους τις σκιασμένες τα σκιασμένα
     κλητική σκιασμένοι σκιασμένες σκιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκιάζω

σκιασμένος, -η, -ο

  1. χώρος υπό σκιά
    • Κάθισα στο σκιασμένο μέρος της αυλής
  2. που είναι γραμμοσκιασμένος, με μολύβι ή με χρώμα που τον σκουραίνει και τον ξεχωρίζει
    • Μετρήστε το σκιασμένο μέρος από το εμβαδόν του παραλληλογράμμου
  1. → δείτε τη λέξη σκιάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία