σκιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκιάζω
Μετοχή
επεξεργασίασκιασμένος, -η, -ο
- χώρος υπό σκιά
- Κάθισα στο σκιασμένο μέρος της αυλής
- που είναι γραμμοσκιασμένος, με μολύβι ή με χρώμα που τον σκουραίνει και τον ξεχωρίζει
- Μετρήστε το σκιασμένο μέρος από το εμβαδόν του παραλληλογράμμου
- → δείτε τη λέξη σκιάζω