αγγελο-
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγγελο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγγελο-. Συγχρονικά αναλύεται σε άγγελ(ος) + -ο-
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γε‐λο-
ΠρόθημαΕπεξεργασία
αγγελο- ή αγγελό-
- πρώτο συνθετικό που αναφέρεται
- στους αγγέλους
- σε ομοιότητα με χαρακτηριστικά αγγέλου ή κτητικά σύνθετα
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγγελο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγγελό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγγελ- στο Βικιλεξικό