Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποσκιάζω < (ελληνιστική κοινή) ὑποσκιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

υποσκιάζω

  1. ρίχνω σκιά πάνω σε κάτι, το σκοτεινιάζω ελαφρά, του μειώνω τη λάμψη ή για συγκριτική όξυνση (μτφ)
    Μέσα στον καταιγισμό της σύγχρονης πληροφόρησης, η βικτωριανή εποχή μοιάζει συχνά απλώς με μία περίοδο έξαρσης δραστηριοτήτων και ανακαλύψεων που όμως η κατοπινή εξέλιξή τους υποσκιάζει την αρχική τους λάμψη. (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25 Ιουλίου 2001)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία