Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκουραίνω < σκούρος + -αίνω

  Ρήμα επεξεργασία

σκουραίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι (πιο) σκούρο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι (πιο) σκούρος

Εκφράσεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία