Ετυμολογία

επεξεργασία
σκουραίνω < σκούρος + -αίνω

σκουραίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι (πιο) σκούρο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι (πιο) σκούρος

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία