Προφορά

επεξεργασία
 

foncer (fr) (μεταβατικό)

  1. βάζω πάτο σε κάτι
  2. σκάβω κατακόρυφα
  3. σκουραίνω
  4. πέφτω πάνω σε κάτι ή σε κάποιον
  5. (αργκό) τρέχω, βιάζομαι, "τα δίνω", γκαζώνω