ενικός         πληθυντικός  
threat threats

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

threat (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απειλή, μια δήλωση στην οποία λέω σε κάποιον ότι θα τον τιμωρήσω ή θα τον βλάψω
    ⮡  Don’t be scared of his threats—they are just talk!
    Μη φοβάσαι τις απειλές του, κουβέντες είναι!

Συγγενικά

επεξεργασία