ενεστώτας threaten
γ΄ ενικό ενεστώτα threatens
αόριστος threatened
παθητική μετοχή threatened
ενεργητική μετοχή threatening

  Ετυμολογία

επεξεργασία
threaten < threat + -en

threaten (en)

  1. (μεταβατικό) απειλώ, λέω ότι θα δημιουργήσω μπελάδες, θα πληγώσω κάποιον κτλ. αν δεν έχω αυτό που θέλω
    He threatened the employee with dismissal.
    Απείλησε τον υπάλληλο με απόλυση.
    They threatened to kill me.
    Απείλησαν ότι θα με σκοτώσουν.
  2. (μεταβατικό) απειλώ, είμαι κίνδυνος για κάτι
    Pollution threatens our way of life.
    Η μόλυνση απειλεί τον τρόπο της ζωής μας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη endanger

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη threat