Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φοβέρισμα τα φοβερίσματα
      γενική του φοβερίσματος των φοβερισμάτων
    αιτιατική το φοβέρισμα τα φοβερίσματα
     κλητική φοβέρισμα φοβερίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοβέρισμα < φοβερίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φοβέρισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία