πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμμόρφωση οι συμμορφώσεις
      γενική της συμμόρφωσης* των συμμορφώσεων
    αιτιατική τη συμμόρφωση τις συμμορφώσεις
     κλητική συμμόρφωση συμμορφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμμορφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. συμμόρφωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. συμμόρφωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)