συμμόρφωση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμμόρφωση | οι | συμμορφώσεις |
γενική | της | συμμόρφωσης* | των | συμμορφώσεων |
αιτιατική | τη | συμμόρφωση | τις | συμμορφώσεις |
κλητική | συμμόρφωση | συμμορφώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμμορφώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συμμόρφωση < (ελληνιστική κοινή) συμμόρφωσις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conformité)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συμμόρφωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συμμορφώνω
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις συμμορφώνω, μορφώνω και μορφή
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συμμόρφωση
|