ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συμμόρφωσῐς αἱ συμμορφώσεις
      γενική τῆς συμμορφώσεως τῶν συμμορφώσεων
      δοτική τῇ συμμορφώσει ταῖς συμμορφώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συμμόρφωσῐν τὰς συμμορφώσεις
     κλητική ! συμμόρφωσῐ συμμορφώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμμορφώσει
γεν-δοτ τοῖν  συμμορφωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

συμμόρφωσις < συμμορφῶ (κλίση -όω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμμόρφωσις, -εως θηλυκό

  • s.v. συμμορφώνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.