conformité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
conformité | conformités |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconformité (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η συμμόρφωση, η προσαρμογή
- η ομοιότητα
- η σύμπτωση
- ≈ συνώνυμα: concordance, unité
- το ταίριασμα, η αναλογία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη conforme