ενικός         πληθυντικός  
conformité conformités

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

conformité (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η συμμόρφωση, η προσαρμογή
  2. η ομοιότητα
     συνώνυμα: ressemblance, similitude
  3. η σύμπτωση
     συνώνυμα: concordance, unité
  4. το ταίριασμα, η αναλογία
     συνώνυμα: accord, affinité, analogie, harmonie

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη conforme