ressemblance
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ressemblance | ressemblances |
ressemblance (fr) θηλυκό
- η ομοιότητα, το να μοιάζει κάτι με κάτι άλλο, ο παραλληλισμός
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ressemblance | ressemblances |
ressemblance (fr) θηλυκό