παραλληλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραλληλισμός < παραλληλίζω + -μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραλληλισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραλληλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραλληλισμός
παραλληλισμός αρσενικό