concordance
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
concordance (en)
---
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
concordance | concordances |
concordance (fr) θηλυκό
- η πανομοιότητα
- η σύμπτωση
- parfaite concordance de leurs vues - τέλεια σύμπτωση των απόψεών τους