Δείτε επίσης: ἀπειλοῦμαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απειλούμαι, π.αόρ.: απειλήθηκα, μτχ.π.π.: απειλημένος