Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απειλημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απειλημέν
ος
η
απειλημέν
η
το
απειλημέν
ο
γενική
του
απειλημέν
ου
της
απειλημέν
ης
του
απειλημέν
ου
αιτιατική
τον
απειλημέν
ο
την
απειλημέν
η
το
απειλημέν
ο
κλητική
απειλημέν
ε
απειλημέν
η
απειλημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απειλημέν
οι
οι
απειλημέν
ες
τα
απειλημέν
α
γενική
των
απειλημέν
ων
των
απειλημέν
ων
των
απειλημέν
ων
αιτιατική
τους
απειλημέν
ους
τις
απειλημέν
ες
τα
απειλημέν
α
κλητική
απειλημέν
οι
απειλημέν
ες
απειλημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απειλημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
απειλώ
Μετοχή
επεξεργασία
απειλημένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
απειλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απειλημένος