αφούρνιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφούρνιστος < α- στερητικό + (φουρνίζω) φουρνισ- + -τος < μεσαιωνική ελληνική φουρνίζω < φοῦρνος < (ελληνιστική κοινή) φοῦρνος < λατινικά furnus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈfuɾ.ni.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φούρ‐νι‐στος
Επίθετο
επεξεργασίααφούρνιστος, -η, -ο
- που δεν έχει φουρνιστεί, δεν έχει μπει σε φούρνο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φούρνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφούρνιστος
|