bakujo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bakujo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bakujo | bakujoj |
αιτιατική | bakujon | bakujojn |
bakujo (eo)
- ο φούρνος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bakujo | bakujoj |
αιτιατική | bakujon | bakujojn |
bakujo (eo)