Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουρνιά οι φουρνιές
      γενική της φουρνιάς των φουρνιών
    αιτιατική τη φουρνιά τις φουρνιές
     κλητική φουρνιά φουρνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουρνιά < φούρν(ος) + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουρνιά θηλυκό

  1. η ποσότητα που ψήνεται στο φούρνο σε κάθε ψήσιμο
    Πόσες φουρνιές μπισκότα έβγαλες;
  2. (μεταφορικά) μια φρέσκια, καινούργια ομάδα ή σύνολο, μια σειρά με την έννοια του στρατού
    Φίλε μου είσαι άλλης γενιάς, τώρα έχουν βγει νέες φουρνιές γιατρών κι εσύ έχεις μείνει στα παλιά
    Η νέα φουρνιά δημοσίων υπαλλήλων προσλαμβάνεται με κακές απολαβές και έχει δυσοίωνο μέλλον
    Δεν ήταν καλή φουρνιά οι απόφοιτοι του 1970 και 1971

  Μεταφράσεις επεξεργασία