ενικός         πληθυντικός  
cuvée cuvées

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cuvée (fr) θηλυκό

  1. η ποσότητα κρασιού που γίνεται σε μία δεξαμενή
  2. μίξη από διάφορα κρασιά